- ἀρτιότης
- ἀρτιότης, die Vollständigkeit, der unversehrte Zustand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀρτιότης — soundness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητα — ἀρτιότης soundness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητες — ἀρτιότης soundness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητι — ἀρτιότης soundness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητος — ἀρτιότης soundness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιότητα — η (AM ἀρτιότης, ότητος) 1. η ακεραιότητα, η πληρότητα 2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος] … Dictionary of Greek